ζωογονήσῃ

ζωογονήσῃ
ζωογονήσηι , ζωογόνησις
creation of life
fem dat sg (epic)
ζωογονέω
propagate
aor subj mid 2nd sg
ζωογονέω
propagate
aor subj act 3rd sg
ζωογονέω
propagate
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωογόνηση — η 1. ενδυνάμωμα: Ζωογόνηση του πόθου της λευτεριάς. 2. ενθάρρυνση: Ζωογόνηση του ηθικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωογόνηση — η (AM ζωογόνησις) [ζωογονώ] νεοελλ. παροχή ζωής, τόνωση, εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωντάνεμα αρχ. γέννηση, παραγωγή έμβιων όντων …   Dictionary of Greek

  • ζωογονητικός — ή, ό (Α ζωογονητικός, ή, όν) [ζωογονώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά …   Dictionary of Greek

  • εμψύχωση — η (AM ἐμψύχωσις) νεοελλ. 1. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, αναπτέρωση φρονήματος και θάρρους 2. αναζωογόνηση, τόνωση, ενίσχυση μσν. ζωντάνεμα, επαναφορά στη ζωή αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εμψυχώνω, μετάδοση ζωής, ζωογόνηση …   Dictionary of Greek

  • ζήση — η (AM ζῆσις) [ζω] ζωή, βίος αρχ. ζωογόνηση …   Dictionary of Greek

  • ζωοποίηση — η (Α ζωοποίησις) [ζωοποιώ] η ενέργεια τού ζωοποιώ, ζωογόνηση, εμψύχωση …   Dictionary of Greek

  • ζωοποιία — η (AM ζωοποιία) [ζωοποιός] χορήγηση ζωής, ζωογόνηση, ζωογονία …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • εμψύχωση — η ζωογόνηση, ενθάρρυνση, αναπτέρωση φρονήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωοποίηση — η ζωογόνηση, εμψύχωση, αναζωογόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”